σίλλους

σίλλους
σίλλος
squint-eyed
masc acc pl
σιλλόω
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σίλλους — Σίλλος squint eyed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενοφανής — I (β’ μισό 6ου αι. π.Χ. – α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Ποιητής και φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Φεύγοντας από την πατρίδα του μετά την περσική κατάκτηση, ταξίδεψε πολύ ασκώντας το επάγγελμα του ραψωδού και εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • σιλλογράφος — ο, ΝΜΑ ο ποιητής που γράφει σίλλους, σκωπτικά ποιήματα αρχ. σατιρικός ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλος «σκωπτικό ποίημα» + γράφος] …   Dictionary of Greek

  • σιλλογραφώ — έω, Μ [σιλλογράφος] γράφω σίλλους …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”